- πρότακτος
- ο младший матрос
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρότακτος — ον, και προτακτός, όν, Α [προτάσσω] αυτός που είναι ταγμένος στα έμπροσθεν, στην πρώτη γραμμή τής μάχης … Dictionary of Greek
προτάκτοις — πρότακτος posted in front masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτάκτους — πρότακτος posted in front masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτάκτων — πρότακτος posted in front masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρότακτοι — πρότακτος posted in front masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ՆԱԽԱՇԱՐ — ( ) NBH 2 0394 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 14c ա. προτακτός in fronte collocatus, antesignanus. Նախկին ʼի շարս. նախադաս. նախապատիւ. գլխաւոր. *Պետրոս նախաշար առաքելոց, եւ վէմ հաւատոյ կաթողիկէ եկեղեցւոյ. Գր. սքանչ. ի ստեփ.: *Գրիգորի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)